- εὐπερίτρεπτος
- εὐπερίτρεπτοςeasy to turn overmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπερίτρεπτος — εὐπερίτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος 3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι τρεπτος (< περι τρέπω) … Dictionary of Greek
εὐπερίτρεπτον — εὐπερίτρεπτος easy to turn over masc/fem acc sg εὐπερίτρεπτος easy to turn over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριτρέπτοις — εὐπερίτρεπτος easy to turn over masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριτρέπτους — εὐπερίτρεπτος easy to turn over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπερίτρεπτα — εὐπερίτρεπτος easy to turn over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)